οινοπνευματοποιός

οινοπνευματοποιός
ο производитель спирта, винокур

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οινοπνευματοποιός" в других словарях:

  • οινοπνευματοποιός — ο βιομήχανος ή ειδικός τεχνίτης που παράγει με απόσταξη οινόπνευμα ή παρασκευάζει οινοπνευματώδη ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοποιός — ο ο βιομήχανος ή ο ειδικός τεχνίτης παραγωγής οινοπνεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οινοπνευματοποιία — Η βιομηχανία της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. Βασικά, ο όρος σημαίνει την παραγωγή οινοπνεύματος με απόσταξη αλλά ο ίδιος όρος αναφέρεται και στα εργοστάσια παρασκευής ποτών που προέρχονται από ζύμωση, όπως τα κρασιά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπνευματοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοπνευματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Θ. Σχινά] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»